Οθωμανοί

Οθωμανοί
Έτσι ονομάζεται η τουρκική φυλή, που είχε αρχηγό τον Σουλεϋμάν Σαχ και μετανάστευσε από την Ανατολική Περσία στη Μικρά Ασία. Πήρε την ονομασία της από τον γιο του Eρτογρούλ, Οσμάν (Οθμάν), που ήταν και ο ιδρυτής της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Φαίνεται ότι την εποχή των Οσμάν (β’ μισό 13ου αι.), το τρίτο γράμμα του αραβικού αλφάβητου προφερόταν από τους Τούρκους και σαν θ. Ο Λ. Χαλκοκονδύλης όμως αναφέρει τη λέξη Οτουμάνοι και τον Οσμάν τον ονομάζει «Οτουμάνος, Ορθογρούλεων παις». Με την ανάπτυξη που γνώρισε επί Οσμάν το καινούργιο κράτος, οι Ο. (Οσμανλήδες) θεωρήθηκαν μία από τις σπουδαιότερες τουρκικές φυλές, ενώ αρχικά, επί Σουλεϋμάν Σαχ, ήταν μόλις 400 ή, κατά άλλους, 2000 πολεμιστές με τις οικογένειές τους. Ο αριθμός τους όμως αυξήθηκε πολύ γρήγορα, χάρη στις προσχωρήσεις εξωμοτών και στους εξισλαμισμούς. Έτσι, με γοργό ρυθμό, αποτέλεσαν εθνότητα, την οποία συγκροτούσαν διάφορες φυλές, ανάμεσα στις οποίες, οι γνήσιοι Τούρκοι ήταν ασήμαντη μειοψηφία. Αξίζει να αναφερθεί ότι ανάμεσα στους Ο. υπήρχαν και πολλοί Έλληνες. Είναι αναντίρρητο ότι οι Ο. δεν έχουν τίποτα το κοινό με τους Τούρκους, οι οποίοι ξεχύθηκαν στη Μικρά Ασία μετά την ήττα του Ρωμανού Διογένη από τον Σελτζουκίδη σουλτάνο Αλπ-Αρσλάν (1071), ούτε και με τους Τούρκους της Βαλτικής χερσονήσου, από τους οποίους, αυτοί που κατοικούσαν γύρω από τον Αξιό, ήταν γνωστοί κυρίως σαν Κονιάροι. Οθωμανός ιππέας με τόξο σε εικονογραφημένο χειρόγραφο που βρίσκεται στο Τοπ Καπί της Κωνσταντινούπολης. Οι Οθωμανοί υπήρξαν δέκτες επιρροών από τους πολιτισμούς της κεντρικής Ασίας, τον ισλαμικό και τον δυτικό και αποτελούσαν εθνότητα την οποία συγκροτούσαν διάφορες φυλές, ανάμεσα στις οποίες και οι Τούρκοι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… …   Dictionary of Greek

  • Μικρά Ασία — Χερσονησιακή περιοχή στο δυτικότερο τμήμα της ασιατικής ηπείρου. Πολιτικά ανήκει στην Τουρκία. Έχει περίπου ορθογώνιο σχήμα και ορίζεται στα Β από τον Εύξεινο Πόντο, στα ΒΔ από τον Βόσπορο και την Προποντίδα, στα Δ από το Αιγαίο και στα Ν από τη… …   Dictionary of Greek

  • Πέλλας, νομός — Διοικητική διαίρεση της περιφέρειας Kεντρικής Μακεδονίας, στο βορειοδυτικό τμήμα της, που συνορεύει στα Β με τα Σκόπια, στα Α με τους νoμούς Κιλκίς και Θεσσαλονίκης, στα Ν με τους νομούς Ημαθίας και Κοζάνης και στα Δ με τον νομό Φλώρινας. Έχει… …   Dictionary of Greek

  • Πιερίας, νομός — Διοικητική διαίρεση της κεντρικής Μακεδονίας, αντίστοιχη περίπου προς την αρχαία Πιερία (ένα τμήμα της τελευταίας, ανατολικά του Αλιάκμονα, ανήκει στο νομό Ημαθίας). Στα Β ο νομός Π. συνορεύει με το νομό Ημαθίας, στα Δ με τους νομούς Ημαθίας και… …   Dictionary of Greek

  • Ottoman Greeks — Hellenism (yellow) in the Near East during and after World War I by George Soteriadis of the University of Athens. Ottoman Greeks (Greek: Οθωμανοί Έλληνες, Turkish: Osmanlı Rumları) were ethnic Greeks who lived in the Ottoman Empire (1299–1923),… …   Wikipedia

  • Греки в Османской империи — Этнический состав Османской империи в 1911 Греки в Османской империи (греч …   Википедия

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Οθωμανός — ο, θηλ. ίδα και ή 1. Τούρκος που κατάγεται από το φύλο τού οποίου ο ηγέτης Οθμάν ή Οσμάν εξόρμησε από την ανατολική Περσία και ίδρυσε την Οθωμανική Αυτοκρατορία 2. στον πληθ. οι Οθωμανοί δυναστεία που ιδρύθηκε από τον Οθμάν ή Οσμάν, αλλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”